- υδρογραφικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογραφία («υδρογραφική υπηρεσία»)2. φρ. α) «υδρογραφική ανάλυση»(γεωμορφ.) η μελέτη τών αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ τής παροχής ενός ποταμού, τών κλιματικών και γεωλογικών μεταβλητών και ορισμένων παραμέτρων ενός υδρογραφικού δικτύουβ) «υδρογραφική λεκάνη»(γεωμορφ.) η λεκάνη απορροήςγ) «υδρογραφική συχνότητα»(γεωμορφ.) ο συνολικός αριθμός τών υδάτινων ρευμάτων ανά μονάδα επιφάνειας σε μια λεκάνη απορροήςδ) «υδρογραφικό δίκτυο»(γεωμορφ.) σύνολο ανεξάρτητων ποταμών που συνδέονται μεταξύ τους με καθορισμένο τρόπο και δημιουργούν συγκεκριμένους τρόπους απορροής, οι οποίοι είναι αποτέλεσμα τής προσαρμογής τους στη γεωλογική δομή τής περιοχήςε) «υδρογραφικό σκάφος»ωκεαν. ειδικό ωκεανογραφικό σκάφος που έχει ως αποστολή τη συλλογή δεδομένων για τη μορφολογία τής ακτογραμμής και το βάθος τού θαλάσσιου πυθμέναστ) «υδρογραφικός χάρτης»γεωγρ. χάρτης που χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοΐα και έχει σχεδιαστεί με βάση τα δεδομένα υδρογραφικών ερευνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου].
Dictionary of Greek. 2013.